χρηματισμός

χρηματισμός
ο, ΝΜΑ [χρηματίζω, -ομαι]
πρόσκτηση χρημάτων με αθέμιτα μέσα
μσν.
1. εποχή, χρονική περίοδος
2. προνόμιο
αρχ.
1. διαχείριση δημόσιων, εμπορικών ή πολιτικών υποθέσεων
2. σύσκεψη, παροχή ακρόασης σε κάποιον και συζήτηση μαζί του («αἱ ἐντεύξεις τῶν πρέσβεων καὶ οἱ χρηματισμοί», Πολ.)
3. διάταγμα βασιλικό ή άλλης αρχής
4. κάθε δημόσιο έγγραφο
5. απόφαση δικαστηρίου
6. απάντηση μαντείου, χρησμός
7. (στην ΠΔ και την ΚΔ) θεία εντολή
8. ενασχόληση που αποσκοπεί στην πρόσκτηση χρημάτων
9. ονομασία
10. τιμητική προσηγορία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χρηματισμός — negotiation masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματισμός — ο το να χρηματίζεται κανείς, το να παίρνει κανείς χρήματα με αθέμιτα μέσα, το να δωροδοκείται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρηματισμοῖς — χρηματισμός negotiation masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματισμοί — χρηματισμός negotiation masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματισμοῦ — χρηματισμός negotiation masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματισμούς — χρηματισμός negotiation masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματισμῶν — χρηματισμός negotiation masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματισμῷ — χρηματισμός negotiation masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματισμόν — χρηματισμός negotiation masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αργυρισμός — ἀργυρισμός, ο (Α) [αργυρίζομαι] νεοελλ. ιατρ. η αργυρίαση* αρχ. η κερδοσκοπία, ο χρηματισμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”