- χρηματισμός
- ο, ΝΜΑ [χρηματίζω, -ομαι]πρόσκτηση χρημάτων με αθέμιτα μέσαμσν.1. εποχή, χρονική περίοδος2. προνόμιοαρχ.1. διαχείριση δημόσιων, εμπορικών ή πολιτικών υποθέσεων2. σύσκεψη, παροχή ακρόασης σε κάποιον και συζήτηση μαζί του («αἱ ἐντεύξεις τῶν πρέσβεων καὶ οἱ χρηματισμοί», Πολ.)3. διάταγμα βασιλικό ή άλλης αρχής4. κάθε δημόσιο έγγραφο5. απόφαση δικαστηρίου6. απάντηση μαντείου, χρησμός7. (στην ΠΔ και την ΚΔ) θεία εντολή8. ενασχόληση που αποσκοπεί στην πρόσκτηση χρημάτων9. ονομασία10. τιμητική προσηγορία.
Dictionary of Greek. 2013.